- ὄρκυς
- ὄρκῡς, ῡνος, ὁ, acc. ὄρκῡν,A a large kind of tunny, Anaxandr.41.62, Archestr.Fr.34.3, Arist.HA543b5, etc.; cf. ὄρκυνος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
όρκυς — ὄρκυς, υνος, ὁ (Α) είδος μεγάλου θύννου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης] … Dictionary of Greek
ορκύαλος — ὀρκύαλος, ὁ (Α) όρκυνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ὄρκυς, με επίθημα αλος (πρβλ. θύμ αλος, φύσ αλος)] … Dictionary of Greek
όρκυνος — ὄρκυνος, ὁ (Α) το ψάρι θύννος, ο τόννος. [ΕΤΥΜΟΛ. θεματική μορφή τού ὄρκυς*, υνος] … Dictionary of Greek